Τι είναι η C-αντιδρώσα πρωτείνη (CRP);
Η C-αντιδρώσα πρωτείνη (CRP) είναι ένας δείκτης ανάλυσης αίματος για φλεγμονή στο σώμα σας. Η (CRP) παράγεται στο συκώτι και το επίπεδο της μπορεί να μετρηθεί με την ανάλυση αίματος.
Ο ιατρός σας μπορεί να ελέγξει το επίπεδο της C-αντιδρώσας πρωτείνης (CRP), για θεραπεία από λοιμώξεις ή για άλλες ιατρικές καταστάσεις.
Ανήκει στην ομάδα των πρωτεινών που χαρακτηρίζονται ως αντιδραστήρια οξείας φάσης και εμφανίζουν αυξημένες τιμές όταν συναντούν μία φλεγμονή. Τα επίπεδα των αντιδραστηρίων οξείας φάσης αυξάνονται αντιδρώντας σε ορισμένες φλεγμονώδεις πρωτείνες οι οποίες καλούνται κυτοκίνες. Οι πρωτείνες αυτές παράγονται από τα λευκά αιμοσφαίρια κατά την διάρκεια της φλεγμονής.
Ένα τεστ υψηλής ευαισθησίας της C-αντιδρώσας πρωτείνης (CRP), που είναι πιο ευαίσθητο από το κανονικό τεστ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη για την αξιολόγηση του κινδύνου ανάπτυξης στεφανιαίας νόσου, μία κατάσταση κατά την οποία παρουσιάζεται στένωση των αρτηριών της καρδιάς σας.
Πρόσφατα η C-αντιδρώσα πρωτείνη (CRP) αναγνωρίστηκε ως μία ενεργή αιτία φλεγμονής, επιπλέον του γεγονότος ότι αποτελεί έναν δείκτη φλεγμονής.
Αυτή η σημαντική ανακάλυψη άνοιξε την πόρτα για πρόσθετες μεθόδους καταπολέμησης της χρόνιας φλεγμονής.
Ποιες είναι οι κύριες αιτίες αυξημένης C-αντιδρώσας πρωτείνης (CRP) ;
Γενικά θα λέγαμε ότι οι κύριες αιτίες αυξημένης (CRP) και αυξημένων τιμών άλλων δεικτών φλεγμονής είναι μία σειρά καταστάσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν:
- Εγκαύματα
- Τραύμα IQ
- Λοιμώξεις όπως πνευμονία ή φυματίωση
- Έμφραγμα
- Χρόνιες φλεγμονώδεις ασθένειες όπως λύκος, αγγεϊτιδα, ή ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου και
- Ορισμένα είδη καρκίνου
Υπάρχει διασύνδεση μεταξύ της C-αντιδρώσας πρωτείνης (CRP) και του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου;
Η αύξηση της CRP έχει επίσης διασυνδεθεί με την αθηροσκλήρωση και την καρδιακή ασθένεια. Η αθηροσκλήρωση, ή η δημιουργία πλακών χοληστερίνης στις αρτηρίες, είναι γνωστό ότι έχει μία φλεγμονώδη συνιστώσα η οποία πιστεύεται ότι προκαλεί την αύξηση των επιπέδων της CRP στο αίμα. Η αθηροσκλήρωση θεωρείται επίσης ότι επηρεάζεται από την ηλικία και άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου συμπεριλαμβανομένου του ζαχαρώδους διαβήτη, της υψηλής χοληστερίνης, της υπέρτασης και του καπνίσματος.
Στην αθηροσκλήρωση το τοίχωμα του αιμοφόρου αγγείου τραυματίζεται. Αυτός ο τραυματισμός ενεργεί ως εστία της φλεγμονής και οδηγεί στην δημιουργία πλακών στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων. Οι πλάκες τυπικά περιέχουν κύτταρα αίματος της φλεγμονής, αποθέσεις χοληστερίνης και υπολείμματα από τα τραυματισμένα κύτταρα στην επένδυση του αιμοφόρου αγγείου. Η συγκέντρωση αυτών των στοιχείων οδηγεί στην στένωση του τοιχώματος του αιμοφόρου αγγείου. Η στένωση του αιμοφόρου αγγείου είναι δυνατόν να παρεμποδίσει την ροή αίματος και η πλάκα μπορεί να προκαλέσει ρήξη και να ξεφλουδίσει το τοίχωμα του αιμοφόρου αγγείου προκαλώντας μπλοκάρισμα και οδηγεί σε εγκεφαλικά και εμφράγματα.
Το φορτίο των πλακών στο σώμα μπορεί να είναι ανάλογο του βαθμού της αύξησης της CRP σε άτομα με αθηροσκλήρωση.
Η αυξημένη τιμή της C-αντιδρώσας πρωτείνης (CRP) αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή πάθηση;
Λόγω της φλεγμονώδους συνιστώσας της αθηροσκλήρωσης, η αυξημένη τιμή της CRP σχετίσθηκε με την καρδιαγγειακή πάθηση. Εν τούτοις, σύμφωνα με τα υπάρχοντα διαθέσιμα δεδομένα δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για την καρδιαγγειακή πάθηση.
Οι παραδοσιακοί παράγοντες κινδύνου για την καρδιαγγειακή πάθηση συμπεριλαμβανομένης της υπέρτασης, του ζαχαρώδους διαβήτη, της αυξημένης χοληστερίνης του αίματος, της ηλικίας, του καπνίσματος, της παχυσαρκίας και του οικογενειακού ιστορικού των καρδιοπαθειών μπορούν να συσχετιστούν με την αυξημένη τιμή του επιπέδου της CRP.
Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, μετά την προσαρμογή που αφορά αυτούς τους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου, η αυξημένη τιμή της CRP είναι απίθανο να είναι από μόνη της η αιτία καρδιαγγειακής ασθένειας.
Εν τούτοις η CRP μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένας δείκτης πρόβλεψης της καρδιαγγειακής ασθένειας, βασιζόμενη στον συσχετισμό της με τους άλλους παράγοντες κινδύνου της καρδιάς και τον ρόλο τους στον σχηματισμό της αθηροσκλήρωσης.
Σε άτομα με μερικούς ή όλους αυτούς τους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου, παρατηρήθηκαν τα αυξημένα επίπεδα της CRP. Μερικά δεδομένα μάλιστα υποδηλώνουν μία τάση υψηλότερης αύξησης της CRP, εφόσον υπάρχει παρουσία υψηλότερου αριθμού παραγόντων κινδύνου.
Πώς μετρούμε την C-αντιδρώσα πρωτείνη (CRP);
Η μέτρηση της CRP γίνεται με την χρήση δείγματος αίματος από φλέβα. Στην συνέχεια το δείγμα μεταφέρεται σε εργαστήριο όπου και αναλύεται.
Η παραδοσιακή μέτρηση της CRP συχνά χρησιμοποιείται για την παρατήρηση φλεγμονής στο σώμα. Ο προσωπικός σας σύμβουλος υγείας είναι δυνατόν να παραγγείλει την μέτρηση του επιπέδου της C-αντιδρώσας πρωτείνης προκειμένου να ελέγξει πιθανές εκρήξεις φλεγμονωδών ασθενειών, όπως είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο λύκος, ή η αγγεΐτιδα, ή ακόμη για να διαπιστώσει εάν η αντι-φλεγμονώδης φαρμακευτική αγωγή λειτουργεί για να θεραπεύσει μία ασθένεια ή κατάσταση.
Τελευταία, συχνά χρησιμοποιείται μία πλέον ευαίσθητη μέτρηση της CRP για την εκτίμηση καρδιαγγειακού κινδύνου.
Αυτή η εξαιρετικά ευαίσθητη C-αντιδρώσα πρωτείνη φέρει τον τύπο hs-CRP.
Λόγω το γεγονότος ότι η μέτρηση των επιπέδων της CRP ανά πάσα στιγμή είναι δυνατόν να επηρεαστεί από οιαδήποτε λοίμωξη ή φλεγμονή που πιθανόν υπάρχουν στο σώμα, μία μόνον μέτρηση δεν θεωρείται γενικά ως αξιόπιστος δείκτης πρόβλεψης του καρδιαγγειακού κινδύνου. Για αυτό τον λόγο προτείνεται από κορυφαία κέντρα Πρόβλεψης και Ελέγχου Ασθενειών να μετρώνται δύο διαφορετικά επίπεδα της CRP που έχουν μετρηθεί με δύο εβδομάδες διαφορά και να γίνεται χρήση του μέσου όρου των δύο αυτών μετρήσεων για εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου και έλεγχο καταστάσεων.
Πώς μπορούν οι τιμές της C-αντιδρώσας πρωτείνης (CRP) να προβλέψουν πιθανή καρδιοπάθεια;
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση Καρδιάς (AHA) και το Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών (CDC), οι κατωτέρω κατευθυντήριες γραμμές συνιστώνται για την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου σε σχέση με τα επίπεδα της hs-CRP:
- Χαμηλός κίνδυνος καρδιαγγειακής ασθένειας στην περίπτωση που οι τιμές της hs-CRP είναι 1 milligram (mg) ή λιγότερο ανά λίτρο
- Μέτριος κίνδυνος για καρδιαγγειακή ασθένεια εάν οι τιμές της hs-CRP είναι μεταξύ 1 και 3 mg ανά λίτρο
- Υψηλός κίνδυνος για καρδιαγγειακή ασθένεια εάν οι τιμές της hs-CRP είναι μεγαλύτερες των 3 mg ανά λίτρο
Επίπεδα της CRP μεγαλύτερα των 10 mg ανά λίτρο συναντώνται σε οξεία ρήξη πλάκας όπως, ένα έμφραγμα ή εγκεφαλικό, υπό την προυπόθεση ότι δεν υπάρχει καμία άλλη εξήγηση για τα αυξημένα αυτά επίπεδα (άλλη φλεγμονώδης ή λοιμώδης κατάσταση).
Ερμηνεία της hs–CRP και καταστάσεις αύξησης και μείωσης της
Η hs–CRP που αναφέραμε παραπάνω εμφανίζεται εντός μίας ή το πολύ δύο ημερών μετά το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, αποκτά τις κορυφαίες τιμές της στις 3 ημέρες και καθίσταται αρνητική μετά από επτά ημέρες.
Πιθανή αποτυχία της CRP να επανέλθει στα φυσιολογικά επίπεδα σημαίνει καταστροφή ιστού στους καρδιακούς ή άλλους ιστούς. Η απουσία αύξησης της CRP εγείρει την ερώτηση της νέκρωσης ενωρίτερα από 2 έως 10 ημέρες.
Η CRP δεν αυξάνεται συνήθως σε ασθενείς με ασταθή κυνάγχη.
Η CRP είναι δυνατόν να παραμείνει σε υψηλές τιμές για τουλάχιστον τρεις μήνες μετά το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Πότε αυξάνεται
- Οξείες ή χρόνιες φλεγμονώδεις καταστάσεις
- Νέκρωση ή τραυματισμός του ιστού
- Ισχαιμία ή έμφραγμα των ιστών
- Φλεγμονή, λοίμωξη
- Μεταβολικό σύνδρομο
- Κακοήθεις όγκοι, ειδικότερα στο στήθος, πνεύμονες και γαστρεντερική οδό
- Οξεία παγκρεατίτιδα
- Μετεγχειρητικές καταστάσεις
- Έγκαυμα
- Λευχαιμία
- Κάπνισμα
- Θεραπεία αντικατάστασης ορμονών
- Παχυσαρκία
Μειώνεται με
Άσκηση, απώλεια βάρους, μετριοπαθή κατανάλωση αλκοόλ, φάρμακα όπως οι στατίνες, νιασίνη, και ίνες
Ποιό είναι το φυσιολογικό εύρος της C-αντιδρώσας πρωτείνης;
Η C-αντιδρώσα πρωτείνη είναι ένας δείκτης φλεγμονής και τυπικά δεν παρατηρείται στο αίμα εκτός εάν υπάρχει ένας ορισμένος βαθμός φλεγμονής στο σώμα.
Θα πρέπει να εξετάζω τα επίπεδα της δικής μου C-αντιδρώσας πρωτείνης;
Ο έλεγχος του επιπέδου της CRP δεν συνιστάται για το σύνολο του ενήλικου πληθυσμού.
Ένας αριθμός εμπειρογνωμόνων προτείνει τον έλεγχο του ορού του επιπέδου της CRP σε τακτική βάση από κοινού με το επίπεδο χοληστερίνης .
Εν τούτοις τούτο δεν είναι αποδεκτό σε ευρεία κλίμακα. Σε ιδανική κατάσταση για την εξέταση του καρδιακού κινδύνου είναι σκόπιμο να χρησιμοποιείται ο μέσος όρος δύο μετρήσεων του επιπέδου της CRP που έχουν μετρηθεί με διαφορά δύο εβδομάδων.
Το πλέον ενδιαφέρον είναι ότι το επίπεδο της CRP μπορεί να παρέχει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε συνδυασμό με άλλους γνωστούς καρδιακούς παράγοντες κινδύνου, όπως, ο ζαχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, η υψηλή χοληστερίνη, η παχυσαρκία, η ηλικία και το κάπνισμα.
Ποια είναι τα σημάδια και συμπτώματα του αυξημένου επιπέδου της C-αντιδρώσας πρωτείνης;
Δεν υπάρχουν σημάδια και συμπτώματα τα οποία να είναι ειδικά για αυξημένο επίπεδο της C-αντιδρώσας πρωτείνης, για τον λόγο ότι δεν είναι ένα ειδικό τεστ. Τα σημάδια και τα συμπτώματα, εφόσον υπάρχουν, θα εξαρτώνται από την υποκείμενη φλεγμονώδη κατάσταση που αποτελεί και την αιτία του αυξημένου επιπέδου της CRP.
Ποια είναι η θεραπεία για αυξημένες τιμές της C-αντιδρώσας πρωτείνης;
Η θεραπεία του αυξημένου επιπέδου CRP εντός του πλαισίου της καρδιαγγειακής παθήσεως, είναι πιθανόν να θεωρηθεί ως άνευ σημασίας.
Αντί αυτού θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην κατάλληλη θεραπεία των βαθύτερων αιτίων και καταστάσεων που θα μειώσουν και τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Ο πλέον αποτελεσματικός και αξιόπιστος τρόπος για την μείωση των καρδιακών παραγόντων είναι η τακτική άσκηση, η ισορροπημένη διατροφή και ο τερματισμός του καπνίσματος.
Σε άτομα με αυξημένη χοληστερίνη που δεν μπορούν να επιτύχουν το κατάλληλο για αυτά επίπεδο χοληστερίνης με την τροποποίηση της δίαιτας και την κατάλληλη άσκηση, η αρμόζουσα φαρμακευτική αγωγή για την μείωση της χοληστερίνης προτείνεται από τον ιατρό τους. Η φαρμακευτική αγωγή στατίνης βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των προτεινόμενων φαρμάκων για την μείωση της χοληστερίνης. Η μείωση της CRP μπορεί να παρατηρηθεί με την χρήση φαρμάκων στατίνης, ακόμη και χωρίς την σημαντική βελτίωση του προφίλ της χοληστερίνης.
Η μείωση του επιπέδου της CRP έχει παρατηρηθεί επίσης σε άτομα με γνωστή καρδιαγγειακή πάθηση και τα οποία αρχίζουν την θεραπεία με την ασπιρίνη.
Στα άτομα χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή πάθηση ή σημαντικό παράγοντα κινδύνου, η χρήση της ασπιρίνης δεν είναι προτεινόμενη γενικά.
Κάποια φάρμακα των διαβητικών έχουν επίσης αποδείξει ότι μειώνουν τα επίπεδα της CRP σε άτομα με ή χωρίς ζαχαρώδη διαβήτη. Αυτό το αποτέλεσμα παρατηρήθηκε ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα που προσφέρουν στην μείωση της γλυκόζης.
Ποια είναι η προοπτική για τα άτομα με αυξημένη C-αντιδρώσα πρωτείνη (CRP);
Η γενική προοπτική για τα άτομα που παρουσιάζουν ένα αυξημένο επίπεδο CRP εξαρτάται από την αιτία.
Γενικά το επίπεδο είναι δυνατόν να αυξηθεί σαν μία απάντηση σε οποιαδήποτε φλεγμονή ή λοίμωξη που παρουσιάζεται στο σώμα.
Η προοπτική θα εξαρτάται από την επιτυχία της θεραπείας η οποία διοχετεύεται προς την βαθύτερη αιτία της φλεγμονής.
Ειδικότερα ως ένα εργαλείο για την εκτίμηση της καρδιαγγειακής πάθησης, η αύξηση της CRP συσχετίζεται με την παρουσία των παραδοσιακών παραγόντων καρδιακού κινδύνου συμπεριλαμβανομένης της υπέρτασης, της υψηλής χοληστερίνης, του ζαχαρώδους διαβήτη, της μεγάλης ηλικίας, του καπνίσματος και του ισχυρού οικογενειακού ιστορικού καρδιακών παθήσεων. Η δίαιτα, η γυμναστική, η διακοπή καπνίσματος και η κατάλληλη ιατρική διαχείριση αυτών των παραγόντων κινδύνου με την ελπίδα της αποφυγής μελλοντικής καρδιαγγειακής παθήσεως δεν θα μπορούσαν να υπερεκτιμηθούν.
Ενδείξεις / Εφαρμογές
Δείτε παρακάτω:
- CRP: Υποψία φλεγμονώδους κατάστασης
- Είναι δυνατόν να παραγγελθεί μερικές φορές η μέτρηση της CRP με τον ρυθμό καθίζησης ερυθροκυττάρων
- Η μέτρηση της CRP μπορεί να παραγγελθεί, για παράδειγμα, όταν ένα νεογέννητο παρουσιάζει σημάδια λοίμωξης, ή όταν ένα άτομο έχει συμπτώματα σήψης, όπως πυρετός, κρυάδες και λαχάνιασμα.
- Η μέτρηση της CRP μπορεί επίσης να παραγγελθεί για την παρακολούθηση καταστάσεων όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και ο λύκος και συχνά επαναλαμβάνεται σε διαστήματα για να καθορίσει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.
- Η CRP παραγγέλλεται επίσης για άτομα με ορισμένους καθορισμένους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο έτσι ώστε να σχεδιαστεί η στρατηγική για την αποφυγή των καρδιαγγειακών γεγονότων, καθώς και για συνέχιση παρακολούθησης ατόμων με οξέα στεφανιαία σύνδρομα.
Σκέψεις
Η CRP όντας ένας δείκτης οξείας φλεγμονής 100-1000 φορές μετά από λοίμωξη ή τραύμα και έτσι, για την χρησιμότητα της ως δείκτη καρδιαγγειακού κινδύνου, απαιτείται να μετρηθεί 2 φορές με διαφορά του χρόνου μετρήσεως τουλάχιστον δύο εβδομάδες, σε μία μεταβολικά σταθερή κατάσταση, σε περιπτώσεις μετά την λοίμωξη ή ασθένεια, καθόσον η ημι-ζωή της είναι 19 ημέρες. Η καθολική προβολή της hs-CRP δεν είναι αυτή την στιγμή εγγυημένη εκτός των περιπτώσεων ασθενών με ένα ενδιάμεσο βαθμό κινδύνου Φλάμινγκαμ (Flamingham).
Το μέσο επίπεδο της CRP για νεαρά ενήλικα άτομα είναι 0.8mg/L .
Η μέση τιμή της CRP αυξάνει με την ηλικία και με τον δείκτη μάζας σώματος.
Μία υψηλή τιμή δίδει βάση για υποψία φλεγμονώδους ασθένειας.
Για αυτό τον λόγο η παρακολούθηση των επιπέδων της CRP μπορεί να παρέχει χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την δραστηριότητα ασθενειών, όπως με την έκρηξη της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και της γιγαντιαίας κυτταρικής αρτηρίτιδας.
Εν τούτοις υψηλά επίπεδα CRP είναι δυνατόν να παρατηρηθούν σε νεφρική ανεπάρκεια ακόμη και χωρίς να υπάρχουν σημαντικές κλινικές πληροφορίες.
Leave A Comment